- ληψολιγόμισθος
- λιψολιγόμισθος, ή (Α)(ενν. τέχνη) η τέχνη από την οποία προέρχεται λίγος μισθός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆψις + ὀλίγος + μισθός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek